Alkoholiker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Alkoholiker | die | Alkoholiker |
γενική | des | Alkoholikers | der | Alkoholiker |
δοτική | dem | Alkoholiker | den | Alkoholikern |
αιτιατική | den | Alkoholiker | die | Alkoholiker |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Alkoholiker (de) αρσενικό