Anschlag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Anschlag (de) αρσενικό
- αγγελία
- αφίσα, πόστερ
- προϋπολογισμός, προσφορά (προτού ζητήσουμε να κάνουμε κάποια έργα)
- τρομοκρατική απόπειρα
- χτύπημα (σε πιάνο, πληκτρολόγιο...)