Anspielung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Anspielung | die | Anspielungen |
γενική | der | Anspielung | der | Anspielungen |
δοτική | der | Anspielung | den | Anspielungen |
αιτιατική | die | Anspielung | die | Anspielungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Anspielung (de) auf (+ αιτιατική) θηλυκό