Appetit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: appétit

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Appetit (de) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • guten Appetit - καλή όρεξη