Aufklärungsarbeit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Aufklärungsarbeit < Aufklärung + Arbeit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Aufklärungsarbeit (de) θηλυκό