Ausfuhr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ausfuhr | die | Ausfuhren |
γενική | der | Ausfuhr | der | Ausfuhren |
δοτική | der | Ausfuhr | den | Ausfuhren |
αιτιατική | die | Ausfuhr | die | Ausfuhren |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ausfuhr (de) θηλυκό