Ausstellung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ausstellung | die | Ausstellungen |
γενική | der | Ausstellung | der | Ausstellungen |
δοτική | der | Ausstellung | den | Ausstellungen |
αιτιατική | die | Ausstellung | die | Ausstellungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ausstellung (de) θηλυκό