Bad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Bad | die | Bäder |
γενική | des | Bades Bads |
der | Bäder |
δοτική | dem | Bad Bade |
den | Bädern |
αιτιατική | das | Bad | die | Bäder |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bad (de) ουδέτερο
- το μπάνιο
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Bad < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Bad αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Bad < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Bad αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]