Bewegung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bewegung | die | Bewegungen |
γενική | der | Bewegung | der | Bewegungen |
δοτική | der | Bewegung | den | Bewegungen |
αιτιατική | die | Bewegung | die | Bewegungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bewegung (de) θηλυκό