Boykott
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Boykott < (άμεσο δάνειο) αγγλική boycott
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Boykott (de) αρσενικό
Boykott (de) αρσενικό