Daumen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Daumen | die | Daumen |
γενική | des | Daumens | der | Daumen |
δοτική | dem | Daumen | den | Daumen |
αιτιατική | den | Daumen | die | Daumen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Daumen (de) αρσενικό