Einfühlung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Einfühlung | die | Einfühlungen |
γενική | der | Einfühlung | der | Einfühlungen |
δοτική | der | Einfühlung | den | Einfühlungen |
αιτιατική | die | Einfühlung | die | Einfühlungen |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Einfühlung (de) θηλυκό