Eitelkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Eitelkeit | die | Eitelkeiten |
γενική | der | Eitelkeit | der | Eitelkeiten |
δοτική | der | Eitelkeit | den | Eitelkeiten |
αιτιατική | die | Eitelkeit | die | Eitelkeiten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Eitelkeit (de) θηλυκό