Feuerleiter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Feuerleiter (de) θηλυκό
- η σκάλα των πυροσβεστών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Feuer
Feuerleiter (de) θηλυκό