Germania

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Μακέτα του 1939 με βάση τα σχέδια του Άλμπερτ Σπέερ για τη Germania

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Germania < λατινική Germania

Προφορά[επεξεργασία]

 

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Germania (de)

  1. (τέχνη) ενσάρκωση του γερμανικού έθνους, απεικονιζόμενη ιστορικά με τη μορφή ένοπλης γυναίκας
  2. (ιστορία) το μελλοντικό πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά αναμορφωμένο ναζιστικό Βερολίνο, το οποίο οραματιζόταν ο Χίτλερ όχι μόνο ως πρωτεύουσα της Γερμανίας, αλλά και ως κέντρο της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης, ως «παγκόσμια πρωτεύουσα» (Welthauptstadt)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Germania (ia)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Germania (it)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Germania (la)



Ναπολιτάνικα (nap)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Germania



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Germania (ro)