Gewalt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Gewalt (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Gewalten)
- η εξουσία
- die Gewalt des Geldes - η εξουσία του χρήματος
- η εξουσία
- die häusliche Gewalt gegen Frauen und Kinder - η οικογενειακή βία κατά των γυναικών και παιδιών
- η ορμή
- die Gewalt der Wellen - η ορμή των κυμάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Macht θηλυκό
- Gewalttätigkeit θηλυκό
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Gewalt < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Gewalt αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]