Großvater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Großvater die Großväter
γενική des Großvaters der Großväter
δοτική dem Großvater den Großvätern
αιτιατική den Großvater die Großväter

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Großvater < groß (μεγάλος) + Vater (πατέρας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɡʁoːsˌfaːtɐ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Großvater (de) αρσενικό

  • (οικογένεια) ο παππούς
    Mein Großvater erzählt mir gerne Geschichten aus seiner Kindheit.
    Στον παππού μου αρέσει να μου λέει ιστορίες από την παιδική του ηλικία.

Χαϊδευτικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]