Hörer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Hörer (de) αρσενικό

  1. το ακουστικό (ενός τηλεφώνου)
  2. ο ακροατής



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Hörer < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Hörer αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]