Helikopter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Helikopter | die | Helikopter |
γενική | des | Helikopters | der | Helikopter |
δοτική | dem | Helikopter | den | Helikoptern |
αιτιατική | den | Helikopter | die | Helikopter |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Helikopter (de) αρσενικό