Herumtreiber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Herumtreiber | die | Herumtreiber |
γενική | des | Herumtreibers | der | Herumtreiber |
δοτική | dem | Herumtreiber | den | Herumtreibern |
αιτιατική | den | Herumtreiber | die | Herumtreiber |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Herumtreiber (de) αρσενικό
- ο αλήτης