Inca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: inca

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Inca < από τη γλώσσα των Κουετσούα: άρχοντας, βασιλιάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Inca (en)

  1. (εθνικό όνομα) Ίνκα



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Inca Incas

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Inca (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) Ίνκα