Kochen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: kochen, Köchen

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Kochen (de) ουδέτερο