Korruption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Korruption | die | Korruptionen |
γενική | der | Korruption | der | Korruptionen |
δοτική | der | Korruption | den | Korruptionen |
αιτιατική | die | Korruption | die | Korruptionen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Korruption (de) θηλυκό