Länge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Länge | die | Längen |
γενική | der | Länge | der | Längen |
δοτική | der | Länge | den | Längen |
αιτιατική | die | Länge | die | Längen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Länge (de) θηλυκό