Landung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Landung | die | Landungen |
γενική | der | Landung | der | Landungen |
δοτική | der | Landung | den | Landungen |
αιτιατική | die | Landung | die | Landungen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Landung (de) θηλυκό
- προσγείωση
- πλεύρισμα (δύο πλοίων)