Leugnung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Leugnung | die | Leugnungen |
γενική | der | Leugnung | der | Leugnungen |
δοτική | der | Leugnung | den | Leugnungen |
αιτιατική | die | Leugnung | die | Leugnungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Leugnung (de) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη leugnen