Linsen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Linsen θηλυκό στον πληθυντικό
- φακές: η κοινή ονομασία για το όσπριο σαν εμπόρευμα και σαν μερίδα φαγητού
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
Linsen (de)
- πληθυντικός του Linse
Φλαμανδικά (vls)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Linsen < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Linsen αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [1]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre του Βελγίου
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Linsen < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Linsen αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [2]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre του Βελγίου