Meinungsfreiheit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Meinungsfreiheit | die | Meinungsfreiheiten |
γενική | der | Meinungsfreiheit | der | Meinungsfreiheiten |
δοτική | der | Meinungsfreiheit | den | Meinungsfreiheiten |
αιτιατική | die | Meinungsfreiheit | die | Meinungsfreiheiten |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Meinungsfreiheit (de) θηλυκό