Merkmal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Merkmal | die | Merkmale |
γενική | des | Merkmals Merkmales |
der | Merkmale |
δοτική | dem | Merkmal Merkmale |
den | Merkmalen |
αιτιατική | das | Merkmal | die | Merkmale |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Merkmal (de) ουδέτερο
- το γνώρισμα
- το χαρακτηριστικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Kennzeichen ουδέτερο