Morphologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Morphologie < αρχαία ελληνική μορφή + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Morphologie (de) θηλυκό
Δείτε επίσης : morphologie |
Morphologie (de) θηλυκό