Nationalsozialist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /nat͡si̯oˈnaːlzot͡si̯aˌlɪst/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Na‐ti‐o‐nal‐so‐zi‐a‐list
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Nationalsozialist (de) αρσενικό (θηλυκό Nationalsozialistin)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Nationalsozialist - Duden online.