Osten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Osten | — | |
γενική | des | Ostens | — | |
δοτική | dem | Osten | — | |
αιτιατική | den | Osten | — |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Osten (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η ανατολή