Priorität
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Priorität | die | Prioritäten |
γενική | der | Priorität | der | Prioritäten |
δοτική | der | Priorität | den | Prioritäten |
αιτιατική | die | Priorität | die | Prioritäten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Priorität (de) θηλυκό