Rolltreppe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Rolltreppe (de) θηλυκό
- η κυλιόμενη σκάλα
- nehmen wir die Rolltreppe - ας πάρουμε την κυλιόμενη σκάλα