Schüler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Schüler | die | Schüler |
γενική | des | Schülers | der | Schüler |
δοτική | dem | Schüler | den | Schülern |
αιτιατική | den | Schüler | die | Schüler |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Schüler < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική schuolære < παλαιά άνω γερμανική scuolāri < υστερολατινική scholaris [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schüler (de) αρσενικό (θηλυκό : Schülerin)
- (εκπαίδευση) μαθητής σχολείου
- (γενικότερα) μαθητής, μαθητευόμενος
- Platon war Schüler des Sokrates und Lehrer des Aristoteles.
- Ο Πλάτωνας ήταν μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη.
- Platon war Schüler des Sokrates und Lehrer des Aristoteles.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Schüler στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Schüler αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Schüler < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Schüler αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (γερμανικά)
- Λέξεις με επίθημα -er (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Εκπαίδευση (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)