Schiff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Schiff die Schiffe
γενική des Schiffs
Schiffes
der Schiffe
δοτική dem Schiff
Schiffe
den Schiffen
αιτιατική das Schiff die Schiffe

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Schiff (de) (πληθυντικός Schiffe) ουδέτερο

  • πλοίο
    Das Schiff durchpflügt die Meere. - Το πλοίο οργώνει τις θάλασσες.

Συγγενικά[επεξεργασία]


Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Schiff αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Schiff < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Schiff αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Schiff < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Schiff αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]