Schluss
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schluss (de) αρσενικό
- το τέρμα, το συμπέρασμα
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Schlusssigma: το (ελληνικό) τελικό σίγμα