Seufzer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Seufzer | die | Seufzer |
γενική | des | Seufzers | der | Seufzer |
δοτική | dem | Seufzer | den | Seufzern |
αιτιατική | den | Seufzer | die | Seufzer |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Seufzer (de) αρσενικό