Staatsanwalt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Staatsanwalt | die | Staatsanwälte |
γενική | des | Staatsanwaltes Staatsanwalts |
der | Staatsanwälte |
δοτική | dem | Staatsanwalt Staatsanwalte |
den | Staatsanwälten |
αιτιατική | den | Staatsanwalt | die | Staatsanwälte |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Staatsanwalt (de) αρσενικό, Staatsanwältin θηλυκό