Tank
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tank (de) αρσενικό
- το ρεζερβουάρ
- der Tank ist fast leer - το ρεζερβουάρ είναι σχεδόν άδειο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Tank αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Tank < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Tank αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]