Untergrund

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Untergrund (de) αρσενικό

  1. υπέδαφος
  2. παρανομία, το να παραμένει κάποιος άγνωστος στις αρχές

Σύνθετα[επεξεργασία]