Ureinwohner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ureinwohner < ur- + Einwohner

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ureinwohner (de) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό