Vergangenheit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Vergangenheit (de) θηλυκό

  • παρελθόν
  • ο γραμματικός χρόνος που αναφέρεται στο παρελθόν