Verspätung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verspätung | die | Verspätungen |
γενική | der | Verspätung | der | Verspätungen |
δοτική | der | Verspätung | den | Verspätungen |
αιτιατική | die | Verspätung | die | Verspätungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Verspätung (de) θηλυκό