Wirtschaft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Wirtschaft | die | Wirtschaften |
γενική | der | Wirtschaft | der | Wirtschaften |
δοτική | der | Wirtschaft | den | Wirtschaften |
αιτιατική | die | Wirtschaft | die | Wirtschaften |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wirtschaft (de) θηλυκό