Wolfram
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wolfram (de) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βολφράμιο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wolfram αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wolfram (it)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Wolfram < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wolfram αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]