aŭtentika
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtentika | aŭtentikaj |
αιτιατική | aŭtentikan | aŭtentikajn |
aŭtentika (eo)