aŭtismo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aŭtismo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtismo | aŭtismoj |
αιτιατική | aŭtismon | aŭtismojn |
aŭtismo (eo)
- ο αυτισμός