aŭtobuso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtobuso | aŭtobusoj |
αιτιατική | aŭtobuson | aŭtobusojn |
aŭtobuso (eo)
- το λεωφορείο