abâtardissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abâtardissement | abâtardissements |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abâtardissement < abâtardir
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bɑ.taʁ.dis.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abâtardissement (fr) αρσενικό
- η διαφθορά, ο εκφυλισμός